Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαφικόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαφικός — ἐλαφικός, ή, όν (AM) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ελάφι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαφικόν το ελαφόβοσκον … Dictionary of Greek